εὐπραγῇς

εὐπραγῇς
εὐπρᾱγῇς , εὐπραγέω
do well
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπραγής — εὐπραγής, ές (Α) ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ευ πραγία] …   Dictionary of Greek

  • ευπραγώ — (ΑΜ εὐπραγῶ, έω) [ευπραγής] ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεση αρχ. 1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.) 2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά …   Dictionary of Greek

  • εύπρακτος — εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, ον (Α) 1. αυτός που πράττεται εύκολα 2. ευπραγής, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”